- ἀμυντήρ
- ἀμυντήρ, Verteidiger, die nach vorn gekehrten Zacken des Hirschgeweihes
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αμυντήρ — ἀμυντὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. ό,τι χρησιμεύει για την άμυνα μας, αμυντικό μέσο, υπερασπιστής 2. (στον πληθυντικό) οἱ ἀμυντῆρες τα μπροστινά οξέα μέρη τών κεράτων τού ελαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυντήριος] … Dictionary of Greek
ἀμυντῆρα — ἀμυντήρ defender masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυντῆρας — ἀμυντήρ defender masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυντῆρες — ἀμυντήρ defender masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυντῆρσι — ἀμυντήρ defender masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυντήρων — ἀμυντήρ defender masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek
αμυντήριος — ἀμυντήριος, ον (Α) [ἀμυντήρ] 1. ο κατάλληλος για άμυνα, αμυντικός 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμυντήριον α) μέσον άμυνας β) οχύρωμα, προπύργιο γ) αντιφάρμακο, αντίδοτο δ) αμυντικό όπλο ε) διέξοδος, διαφυγή … Dictionary of Greek
αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… … Dictionary of Greek